- συντεχνιακός
- ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντεχνία («συντεχνιακά συμφέροντα»)2. φρ. «συντεχνιακό δίκαιο»(νομ.) το σύνολο τών κανόνων που σχετίζονται με τη λειτουργία και τις αμοιβαίες σχέσεις είτε μεταξύ των επαγγελματικών σωματείων είτε μεταξύ αυτών και τού κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συντεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.