συντεχνιακός

συντεχνιακός
ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντεχνία («συντεχνιακά συμφέροντα»)
2. φρ. «συντεχνιακό δίκαιο»
(νομ.) το σύνολο τών κανόνων που σχετίζονται με τη λειτουργία και τις αμοιβαίες σχέσεις είτε μεταξύ των επαγγελματικών σωματείων είτε μεταξύ αυτών και τού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συντεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”